- κιγκαλερία
- ηπεριληπτική ονομασία τών μετάλλινων βιομηχανικών προϊόντων, και κυρίως τών οικιακής χρήσεως, όπως είναι λ.χ. οι πρόκες, οι βίδες, τα λουκέτα κ.λπ. («έμπορος ειδών κιγκαλερίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. quincaillerie].
Dictionary of Greek. 2013.